ευφυολόγημα

ευφυολόγημα
το, -ατος
λόγος έξυπνος, αστείο λεπτό, πείραγμα ανώδυνο, εξυπνάδα: Άσε τις εξυπνάδες, γιατί δεν έχω όρεξη για ευφυολογήματα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ευφυολόγημα — το η ευφυολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευφυολογώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1827 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • αστέισμα — ἀστέϊσμα, το (Μ) [αστεΐζομαι] ευφυολόγημα, πνευματώδης λόγος …   Dictionary of Greek

  • αστείος — α, ο (AM ἀστεῖος, α, ον και ος, ον) 1. (για λόγο) ο έξυπνος, ο ευτράπελος 2. (για πρόσ.) ο ευχάριστος, ο ευφυολόγος νεοελλ. 1. ο μηδαμινός, ο ασήμαντος («αστείο κέρδος») 2. το ουδ. ως ουσ. το ευφυολόγημα, το χωρατό, η εξυπνάδα αρχ. 1. ο… …   Dictionary of Greek

  • καλαμπούρι — Αστεϊσμός, λογοπαίγνιο. Προέρχεται από τη γαλλική λέξη calenbour. * * * το 1. λογοπαίγνιο, χαριτολόγημα, ευφυολόγημα 2. αστείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. calembour] …   Dictionary of Greek

  • φαιδρολόγημα — το, Ν 1. ευφυολόγημα, αστεϊσμός 2. λόγος χωρίς σοβαρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαιδρολογώ. Η λ., στον πληθ. φαιδρολογήματα, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • χαριτολόγημα — το, Ν χαριτωμένος και ευφυής λόγος, ευφυολόγημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, ιτος + λόγημα (< λογώ*), πρβλ. ευφυο λόγημα. Η λ., στον πληθ. χαριτολογήματα, μαρτυρείται από το 1881 στον Ειρ. Ασώπιο] …   Dictionary of Greek

  • Πουβλίλιος Σύρος — Ρωμαίος συγγραφέας μίμων του 1ου αι. π.Χ. Ίσως να γεννήθηκε στην Αντιόχεια της Συρίας, και να πήγε στη Ρώμη πολύ νέος ως δούλος. Επειδή ήταν πολύ έξυπνος, ο κύριός του τον απελευθέρωσε. Ο Π. ήταν εξαιρετικά δημοφιλής ως συγγραφέας μίμων και ως… …   Dictionary of Greek

  • ευφυολογία — η η πράξη και το αποτέλεσμα του ευφυολογώ, το ευφυολόγημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαριτολογία — η η ομιλία με χάρη, η ευφυολογία, το ευφυολόγημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαριτολόγημα — το, ατος χαριεντολόγημα, ευφυολόγημα, ευφυολογία, κομψή αστειότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”